άγρευση — η κυνήγι, αναζήτηση, μάζεμα: Πήγε στα χωριά για άγρευση ψήφων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρεύσῃ — ἀγρεύσηι , ἄγρευσις catching fem dat sg (epic) ἀγρέω take pres part act fem dat sg (epic ionic) ἀγρεύω take by hunting aor subj mid 2nd sg ἀγρεύω take by hunting aor subj act 3rd sg ἀγρεύω take by hunting fut ind mid 2nd sg ἀ̱γρεύσῃ , ἀγρεύω take … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρεύσηι — ἄγρευσις catching fem dat sg (epic) ἀγρεύσῃ , ἀγρέω take pres part act fem dat sg (epic ionic) ἀγρεύσῃ , ἀγρεύω take by hunting aor subj mid 2nd sg ἀγρεύσῃ , ἀγρεύω take by hunting aor subj act 3rd sg ἀγρεύσῃ , ἀγρεύω take by hunting fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλωση — η (AM ἅλωσις) εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη, καταστροφή νεοελλ. (ειδικότερα) η Άλωση η άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως μσν. (για πρόσωπα) σύλληψη, αιχμαλωσία αρχ. 1. (για ζώα) άγρευση, σύλληψη 2. τα μέσα για την εκπόρθηση μιας πόλης 3. (ως νομικός… … Dictionary of Greek